ἐξευμενίζομαι

ἐξευμενίζομαι
ἐξευμενίζω
propitiate
pres ind mp 1st sg
ἐξευμενίζω
propitiate
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξευμενίζομαι — εξευμενίζομαι, εξευμενίστηκα, εξευμενισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευμενίζομαι — εὐμενίζομαι (Α) (Μ εὐμενίζω) [εὐμενής] 1. εξευμενίζω, εξιλεώνω, καταπραΰνω (α. «εὐμενίζειν βουλόμενος τὸν πατέρα», Στουδ. Θεόδ. β. «θεοὺς καὶ ἥρωας εὐμενίζετο», Ξεν.) 2. παθ. εὐμενίζομαι εξευμενίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”